- Βοῖβος
- Βοίβοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βοίβου — Βοίβος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοίβη — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Μαγνησίας, στη νοτιοανατολική όχθη της Βοιβηίδας λίμνης, που έχει πάρει την ονομασία της από την πόλη. Θεμελιωτής της Β. ήταν ο Βοίβος. Ο Στράβων αναφέρει ότι, όταν ο Δημήτριος ο Πολιορκητής έχτισε τη… … Dictionary of Greek